χιών — snow fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (μετεωρ.) το χιόνι (α. «αι στέγαι τών οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος», Παπαδ. β. «ὁ Ἀναξαγόρας τῷ λευκὴν εἶναι τὴν χιόνα ἀντετίθει ὅτι ἡ χιὼν ὕδωρ ἐστὶ πεπηγός», Γεωπ. γ. «ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῡσα»,… … Dictionary of Greek
Χίων — Χίος Chios fem gen pl Χίων masc nom/voc sg Χί̱ων , Χῖος of fem gen pl Χί̱ων , Χῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιούς — χιών snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνα — χιών snow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνας — χιών snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνες — χιών snow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνεσσι — χιών snow fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνεσσιν — χιών snow fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνι — χιών snow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)